- ογραίνω
- βλ. υγραίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υγραίνω — ὑγραίνω ΝΜΑ, και ογραίνω Ν [υγρός] 1. καθιστώ κάτι υγρό, νοτίζω 2. διαβρέχω, διαποτίζω νεοελλ. μσν. παθ. υγραίνομαι μτφ. αποχαυνώνομαι από διάθεση για ερωτικό σμίξιμο αρχ. 1. βουτώ κάτι μέσα σε ένα υγρό, τό βρέχω («πηγαῑσιν οὐχ ὑγραίνουσι πόδας» … Dictionary of Greek